Ιστορικό
Οι αγώνες Στίβου συναντώνται στο βάθος του χρόνου και ταυτίζονται με την μακραίωνη ελληνική ιστορία. Οι αγώνες του Στίβου αποκαλούνται στα Ελληνικό και ως «Κλασσικός Αθλητισμός». Επίσημη χρονολογία έναρξης της διεξαγωγής αγώνων Στίβου είναι το 776 π.Χ., το οποίο αποτελεί το έτος έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων της αρχαιότητας. Σε αυτούς τους Ολυμπιακούς Αγώνες διεξήχθη το αγώνισμα του «Ενός Σταδίου (192,27μ.)», το οποίο αντιστοιχεί στο σημερινό αγώνισμα των 200 μέτρων.
Τα αγωνίσματα
Τα αγωνίσματα του στίβου είναι γνωστά και σαν κλασικός αθλητισμός, μιας και τα περισσότερα έχουν ρίζες σε ενάλογα αθλήματα που διοργανώνονταν στην κλασική αρχαιότητα. Τα αγωνίσματα του κλασικού αθλητισμού ήταν αυτά που κυριαρχούσαν στην αρχαία εποχή και ιδιαίτερα στους πανελλήνιους αγώνες. Χωρίζονται σε τρεις μεγάλες κατηγορίες: στους δρόμους, τα άλματα και τις ρίψεις. Υπεύθυνος φορέας παγκοσμίως για θέματα στίβου είναι η Παγκόσμια Ομοσπονδία Στίβου (IAAF) ενώ στην Ελλάδα τα ανάλογα θέματα διαχειρίζεται ο ΣΕΓΑΣ.
Δρόμοι
* Δρόμοι ταχύτητας (100μ. – 200μ.-400μ)
* Δρόμοι με εμπόδια (110μ – 400 ανδρών & 100μ 400μ γυναικών)
* Δρόμοι μεσαίων αποστάσεων (800μ – 1500μ)
* 3000 μέτρα με φυσικά εμπόδια (στιπλ)
* Δρόμοι μεγάλων αποστάσεων (5000μ – 10000μ – μαραθώνιος: 42195μ
* Βάδην
* Σκυταλοδρομίες (4χ 100μ και 4χ 400 μ)
Άλματα
* Οριζόντια άλματα (άλμα σε μήκος και άλμα τριπλούν)
* Κάθετα άλματα (άλμα σε ύψος και άλμα επί κοντώ)
Ρίψεις
* Σφαιροβολία
* Σφυροβολία
* Ακοντισμός
* Δισκοβολία
Σφαιροβολία
Η σφαιροβολία είναι ένα από τα αγωνίσματα ρίψεων των σύγχρονων αγώνων του στίβου.
Ξεκίνησε στην περιοχή της σημερινής Σκωτίας, ως άθλημα ανάμεσα σε στρατιώτες. Ήταν μέρος της άσκησης και ενδυνάμωσής τους, μέτρο εύρεσης του δυνατότερου, αλλά και μέσο ανάδειξης εκείνων που άξιζαν να είναι στην άμεση συνοδεία και ασφάλεια του Βασιλιά.
Στη σύγχρονη μορφή του, το αγώνισμα αυτό δε γίνεται πλέον με όργανο κάποιες βαριές πέτρες ή βολίδες κανονιού, αλλά με σταθμισμένα όργανα από συμπαγές μέταλλο σχήματος σφαιρικού. Το όργανο ζυγίζει 7,26κ (16 λίβρες) (άνδρες) και 4κ (γυναίκες) με διάμετρο επίσης συγκεκριμένη (από 11-13εκ για τους άνδρες και 9-11εκ για τις γυναίκες). Η ρίψη γίνεται εντός των ορίων μιας κυκλικής περιοχής (βαλβίδας) τα όρια της οποίας δεν πρέπει να υπερβεί ο αθλητής κατά τη διάρκεια της προσπάθειάς του, με διάμετρο 2,13μ (7 πόδια). Στο ένα άκρο της βαλβίδας (στη μεριά προς την οποία γίνεται η ρίψη) υπάρχει ένα σταθερό κομμάτι ξύλου ,ο αναστολέας, (ύψους 8εκ ), σταθερά πακτωμένο στο έδαφος που χρησιμεύει τόσο ως σημείο κοντραρίσματος-φρεναρίσματος της κίνησης του αθλητή προς την κατεύθυνση της ρίψης, όσο και ως απώτερο όριο, εντός του οποίου πρέπει να κινηθεί ο αθλητής. Η βολή γίνεται προς τομέα κύκλου γωνίας 30 μοιρών με κέντρο το κέντρο της βαλβίδας.
Για να είναι η βολή έγκυρη πρέπει:
* ο αθλητής: να μην υπερβεί τα όρια της βαλβίδας κατά τη διάρκεια της ρίψης ,να μην ακουμπήσει το πάνω μέρος του αναστολέα παρά μόνο το πλαϊνό αυτού μέρος και μέχρι να προσγειωθεί το όργανο, να αρχίσει την προσπάθεια από κατάσταση ηρεμίας, να εξέλθει της βαλβίδας από το οπίσθιο ήμισυ μετά το πέρας της βολής και έχοντας τον έλεγχο της κίνησης και την ισορροπία του.
* το όργανο: να ριφθεί με το ένα χέρι, από το ύψος του λαιμού με ώθηση του βραχίονα με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι πίσω από το κύριο σώμα της σφαίρας ο αντίστοιχος ώμος με κίνηση της σφαίρας ευθύγραμμη και όχι ημικυκλική, ενδεικτική ότι χρησιμοποιείται ο βραχίονας ως μοχλός στην κίνηση και όχι ως ενεργός πρωταγωνιστής (όπως γίνεται στον ακοντισμό και τη δισκοβολία), και να ριφθεί εντός του τομέα.
Μέσα στο χρόνο από όλους τους δυνατούς τρόπους που μπόρεσε να σκεφτεί το ανθρώπινο μυαλό για να εξωθήσει το βαρύ όργανο στη μεγαλύτερη δυνατή απόσταση, φτάσαμε στις αρχές του αιώνα να χρησιμοποιούνται παραλλαγές μιας πλάγιας μετατόπισης που μετέπειτα φέρνει σε θέση ρίψης τον αθλητή. Έτσι, ο αθλητής κρατώντας τη σφαίρα με το χέρι αντίθετα στη φορά της ρίψης, έπαιρνε φορά είτε με πλάγιο άλμα είτε με σταυρωτό βήμα και αυτή την ορμή προσπάθησε να μετατρέψει σε δύναμη ώθησης στο τελικό στάδιο της ρίψης. Οι αθλητές με τους τρόπους αυτούς κατόρθωσαν να φτάσουν να έχουν επιδόσεις έως και λίγο μικρότερες των 18μ.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, ο Αμερικανός Ιρλανδικής καταγωγής Parry O'Brien προσπάθησε να δώσει στη ρίψη του μεγαλύτερη ορμή στη φάση της μετατόπισης και ως εκ τούτου καλύτερες προϋποθέσεις δημιουργίας δυνάμεων για καλύτερες βολές. Μετέτρεψε λοιπόν τη μετατόπιση από πλάγια σε οπίσθια η νωτιαία. Άρχιζε την προσπάθειά του με την πλάτη στραμμένη προς τον τομέα και μετατόπιζε το σώμα του σε τούτη τη θέση ως το κέντρο της βαλβίδας, από όπου είχε το πλεονέκτημα της μεγαλύτερης ορμής αλλά και της μεγαλύτερης τροχιάς επιτάχυνσης του οργάνου. Κατόρθωσε έτσι να αφήσει εποχή στο αγώνισμα, να κερδίσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες το 1952 και 1956 και να κάνει πάμπολλες καταρρίψεις του παγκόσμιου ρεκόρ, σπάζοντας το φράγμα των 18 αλλά και 19 μέτρων.
Τη δεκαετία του 1970, έπειτα από αρκετούς αθλητές που είχαν πειραματισθεί με μια τεχνική, κατά την οποία δημιουργούνταν ορμή από στροφή και όχι μετατόπιση, άρχισαν να εμφανίζονται τα πρώτα δείγματα ότι αυτός ο παλμός ίσως να πήγαινε το άθλημα στο επόμενο επίπεδο. Σχεδόν ταυτόχρονα, δυο χαρισματικοί αθλητές από δυο διαμετρικά αντίθετες "σχολές" αθλητισμού και νοοτροπίας, από τη Σοβιετική Ένωση ο Alexander Baryshnikov και τις Ηνωμένες Πολιτείες ο Brian Oldfield άρχισαν να σημειώνουν εξαιρετικές επιδόσεις. Αμφότεροι ήταν από το 1973 ανάμεσα στους καλύτερους αθλητές του αγωνίσματος, όμως το 1976 ο Baryshnikov καταρρίπτει το παγκόσμιο ρεκόρ σημειώνοντας επίδοση 22μ, ενώ ένα περίπου χρόνο νωρίτερα ο Oldfield σε αγώνες που είχαν ανεπίσημο χαρακτήρα και δεν ήταν αναγνωρισμένοι είχε σημειώσει την σχεδόν απίστευτη βολή των 22,86μ. Η επιλογή του Oldfield να μετέχει σε αγώνες με μια επαγγελματική αθλητική ένωση του στέρησε το δικαίωμα να αναγνωρισθούν οι λαμπρές επιδόσεις του από την επίσημη και ερασιτεχνική παγκόσμια ομοσπονδία, ή θα μπορούσε κανείς να πει ότι μετατόπισε χρονικά αυτή την αναγνώριση ως το 1984 όταν σε ηλικία 39 ετών έγινε κάτοχος του ρεκόρ Ηνωμένων Πολιτειών με 22,19μ. Το παγκόσμιο ρεκόρ με πολλές εναλλαγές ανάμεσα σε αθλητές που χρησιμοποίησαν κυρίως τον ευθύγραμμο παλμό κατέχει από το 1990 ένας αθλητής που χρησιμοποίησε την περιστροφική τεχνική, ο Αμερικανός Randy Barnes με 23,12μ.
Σε γενικές γραμμές η κρατούσα σημερινή άποψη είναι ότι η ευθύγραμμη τεχνική προσφέρεται για σταθερότητα επιδόσεων, ιδιαίτερα σε κρίσιμους αγώνες, ενώ η περιστροφική τεχνική εις βάρος, ενίοτε, της σταθερότητας δίδει περισσότερες πιθανότητες για μια μεγαλύτερη επίδοση. Οι νικητές και μεταλλιούχοι στους άνδρες σήμερα είναι μοιρασμένοι, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι οι γυναίκες στο υψηλότερο επίπεδο πρωταθλητισμού σχεδόν αποκλειστικά χρησιμοποιούν την τεχνική O'Brien.
Σφυροβολία
Η σφυροβολία είναι ένα από τα αγωνίσματα ρίψεων των σύγχρονων αγώνων του στίβου. Προέρχεται, όπως και η σφαιροβολία, από παραδοσιακά αγωνίσματα που διεξάγονται στη Σκωτία. Το όνομά της παραπέμπει σε αυτή την παραδοσιακή μορφή της, όπου οι διαγωνιζόμενοι προσπαθούν εκσφενδονίσουν όσο γίνεται μακρύτερα ένα μεγάλο σφυρί σιδηρουργού. Στην σύγχρονη μορφή, το σφυρί έχει αντικατασταθεί από σιδερένια σφαίρα η οποία στερεώνεται σε ένα μακρύ μεταλλικό σύρμα που καταλήγει σε μία χειρολαβή. Το όργανο αυτό ονομάζεται σφύρα.
Η σφυροβολία είναι στο πρόγραμμα του στίβου από του Ολυμπιακούς Αγώνες του 1900 στο Παρίσι και παρέμεινε αποκλειστικά ανδρικό αγώνισμα για σχεδόν έναν αιώνα. Αν και γυναίκες άρχισαν να ασχολούνται από νωρίς με το αγώνισμα, η διεθνής ομοσπονδία του στίβου (I.A.A.F.) αναγνώρισε τη γυναικεία σφυροβολία μόλις το 1995, οπότε και άρχισαν να καταγράφονται και να επικυρώνονται οι επιδόσεις τους, ενώ την ενέταξε στο πρόγραμμα από το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 1999.
Ακοντισμός
Ο ακοντισμός είναι ένα από τα αγωνίσματα ρίψεων του στίβου, με μεγάλη ιστορία καθώς είναι γνωστό ήδη από τους αρχαίους χρόνους. Σκοπός του αθλήματος είναι η ρίψη ενός ακοντίου σε μεγάλη απόσταση (70-100 μέτρα, ανάλογα με το βάρος του ακοντίου). Νικητής είναι ο αθλητής που θα ρίξει το ακόντιό του πιο μακριά.
Η τεχνική ρίψης του ακοντίου περιλαμβάνει δυο μέρη. Στο πρώτο μέρος (που δίνει την ενέργεια για τη ρίψη του ακοντίου) ο ακοντιστής τρέχει 8-12 επιταχυνόμενα βήματα, κρατώντας το ακόντιο επάνω από το ύψος των ώμων. Το δεύτερο μέρος της φοράς (κίνηση) αποτελούν τα πέντε τελευταία βήματα, όπου ο αθλητής απλώνει το χέρι του προς τα μπρος και στρέφει τον αριστερό ώμο προς την κατεύθυνση ρίψης. Στα τρία τελευταία βήματα εκτελεί μια «ψαλιδωτή» κίνηση με τα πόδια έτσι ώστε να έρθει στην τελική θέση ρίψης. Στη φάση αυτή, σπρώχνει με το δεξί πόδι επάνω και εμπρός, και η ώθηση αυτή μεταφέρεται στη λεκάνη, στον κορμό, στον ώμο, στον αγκώνα και τελικά στην παλάμη που απελευθερώνει το ακόντιο.